ΟΙ ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΔΕΣ ΚΑΜΙΚΑΖΕ ΓΥΡΝΟΥΣΑΝ ΠΙΣΩ
Ο αδύναμος δεν βγαίνει στα ίσα να κτυπήσει τον ισχυρό. Θα ψαχτεί με πονηράδα. Πώς θα την φέρει του αλλουνού. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα του πυρπολικού. Του μικρού πλοίου που ο Έλληνας το μετέτρεπε σε μπαρουταποθήκη και στα μουλωχτά το κόλλαγε στο μεγάλο παπόρι του Τούρκου, για να κάνει τη χοντρή ζημιά.
Την πονηράδα την έχει ο Έλληνας, και τη θάλασσα την ξέρει πολύ καλά, περισσότερο καλά και από τους πειρατές. Χρειάζεται, όμως, να 'ναι και ψυχάρα ο πυρπολητής. Και πειθαρχημένο σαν πλήρωμα, να υπακούει και στο νεύμα του κυβερνήτη. Απαραίτητη και η σβελτοσύνη στο συντονισμό της επιχείρησης.
Χώνανε βαρέλια δυναμίτη στα πλευρά του πυρπολικού, ρίχνανε πίσσα και νάφθα στα πανιά, για να φλογίσουν αμέσως, και κάτω από το κατάστρωμα στήνανε τις «μίνες», είναι οι υπόγειες «διαδρομές» με εύφλεκτα υλικά, προκειμένου να φεύγει γρήγορα η φωτιά από την πρύμνη, εκεί που βρίσκεται το πηδάλιο, το σημείο από το οποίο μετά τη ''δουλειά''θα την κοπανήσουν όλοι, 20-25 άτομα.
Τελευταίος θα φύγει ο καπετάνιος, ο πυρπολητής, αυτός που θα βάλει το πυρ. Και ατάκα, όλοι μαζί, σε μια βάρκα, πλακώνονται στο φευγιό, όσο μακρύτερα γίνεται, να απολαύσουν και πανοραμικά το show. Όταν σκάνε τα μπαρούτια ο πανικός κτυπάει κατακέφαλα τους Τούρκους, οι οποίοι μόνο ένα πράγμα προλαβαίνουν να σκεφθούν. Πώς θα γλυτώσουν.
Το πυρπολικό «κτυπάει» και μεσοπέλαγα. ΠλησιάΖει από την κατεύθυνση του ανέμου και, αποφασιστικά και ψύχραιμα, «δένει» γερά τους γάντζους στο εχθρικό καράβι για να τραβήξει αυτό μαζί του το πυρπολικό σκάφος, κάργα στο μπαρούτι, ενώ μέσα στη ρυμουλκούμενη βάρκα καβατζωμένοι οι Έλληνες απομακρύνονται.
Διαβαστε ακομα: