Ο ΠΙΝΩΝ (ΔΕΝ) ΜΕΘΑ, Ο ΠΑΙΖΩΝ ΧΑΝΕΙ
Δεν θα πεθάνει ποτέ ο τζόγος διότι ο παίκτης θα’ ναι πάντα ο χαμένος. Κανονικά εδώ τελειώνει η κουβέντα. Αν, όμως, τη θεωρείς μισή, να την ολοκληρώσω.
Είπαμε. Ο παίζων χάνει. Αυτό είναι σωστό. Όχι το άλλο. Ο πίνων μεθά. Δεν είναι το ίδιο.
Μας το είπανε από πιτσιρικάδες. Τη μεγάλη κουβέντα. Αυτή που τα λέει όλα. Μάλιστα. Και τους πιάνει όλους. Ο ΠΙΝΩΝ ΜΕΘΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΙΖΩΝ ΧΑΝΕΙ. Καλώστονα τον αποδυτηριάκια. Τίποτα καινούργιο; Μη βιάζεσαι.
Σου λέει, λοιπόν, ότι αυτός που πίνει, μεθάει, κι ο άλλος που στοιχηματίζει, βγαίνει χαμένος. Διαφωνώ. Όχι ακριβώς. Έχω τις επιφυλάξεις μου, τις ενστάσεις μου για το μέγα αξίωμα, το φιλοσοφικό απόσταγμα, σύμφωνα με το οποίο εκείνος που θα πιει θα μεθύσει και ο άλλος που θα τζογάρει σίγουρα θα χάσει.
Κατ’αρχήν δεν παίζω την κόντρα. Κανένα απωθημένο ντε και καλά να διαφωνήσω. Δεν θα πω το αντίθετο, έτσι για να τη σπάσω σε κάποιον, αλλά αυτό που εγώ νομίζω, άσχετα αν άλλος ισχυρίζεται τούτο και εκείνο. Είπαμε. Καμιά ψυχογραφική ή θεατρινίστικη τάση για κοκορομαχία τηλεοπτικού τύπου, αλλά και κανένας λαμογισμός να συμφωνώ.
Καθαρίσαμε με το πρώτο, ότι ο πίνων μεθά. Το άλλο, ο παίζων χάνει. Αυτό δεν είναι σωστό. Είναι πάνσωστο. Δίχως εξαίρεση κανόνας. Παίζεις; Δεν γλυτώνεις τη χασούρα. Δεν γίνεται να κερδίσεις, δηλαδή. Ποτέ.
Άσχετο, λοιπόν, το ποτό με το στοίχημα. Κακώς το μπερδέψανε σ’ ένα γνωμικό. «Ο πίνων μεθά και ο παίζων χάνει». Είπαμε. Δεν είπαμε; Με τη ρούχλα, αν την έχεις σε έλεγχο, δεν μεθάς ποτέ. Με τον τζόγο, όπως και να παίξεις, στην τελική θα είσαι χαμένος. Πάντα.
Συμπέρασμα. Αποδυτηριάκια διαβάζεις. Θες συμπέρασμα. Όχι αέρα πατέρα ρίχνουμε τις αράδες. Ούτε αέρα πατέρα διαβάζουμε.