ΩΡΑ ΚΡΑΣΙΟΥ ΜΟΛΙΣ ΕΛΘΕΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΠΟΥΛΟΒΕΡ...

 
γράφει ο φωστήρας
 
Σε λίγες μέρες βγαίνει πάλι το καινούριο κρασί. Πρώτη φορά στη ζωή μου δοκίμασα σε ηλικία 6 ετών στις διακοπές μας στην λατρεμένη μου Πάρο. Δεκαετία του 70. Σαν τώρα το θυμάμαι. Ένα μαλβαζιανό ρουμπινί κοκκινέλι (ποικιλία Μανδηλαριά, ψάξτε το,  αξίζει τον κόπο).  Μου έδωσε ο παππούς μου να δοκιμάσω. Σ’ ένα ταβερνάκι στην Παροικιά, κοντά στον Αη Γιώργη τον Μεθυστή.

Πολύ αργότερα διάβασα στις αναμνήσεις του άγγλου ταξιδευτή James Bent, ότι στην εκκλησία αυτή βρήκε κι ένιωσε στο κυκλαδίτικο νησί το φίλιωμα του Χριστιανισμού με το θεό Διόνυσο. Έξοχα γραμμένο, κοντά 150 χρόνια πριν. Δεν έγραψε βέβαια ότι το προσωνύμιο αυτό του Αη Γιώργη (του Μεθυστή) δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένο από την Εκκλησία. Του το’ δωσαν οι Παριανοί και το γιορτάζουν στις 3 Νοεμβρίου, όταν στα χωριά ανοίγουν τα βαρέλια με το νέο κρασί. Όπως και σ’ όλη την Ελλάδα.

Κι ότι πλησιάζει πάλι ο Νοέμβριος. Για να επαληθευθεί και φέτος ο κανόνας στο ετήσιο πρόγραμμα κατανάλωσης αλκοόλ, που λέει ότι μόλις ο καιρός είναι για πουλόβερ, έρχεται η ώρα του κρασιού στο σπίτι. 

Πάντως, αμφιβολία δεν έχω. Αν μπορούσα να γυρίσω στην αρχή και να διαλέξω, θα ‘θελα να είμαι αμπελουργός. Να φτιάχνω το δικό μου κρασί. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Με μαγεύει και μόνο η ιδέα.

Δεν ξέρω αν το’ χετε νιώσει. Υπάρχει κάτι το ανεξήγητο όταν περιδιαβαίνεις σ’ έναν αμπελώνα. Νιώθεις τ’ αμπέλια ζωντανά. Σαν να τ’ ακούς να σου μιλάνε. Δεν είναι τυχαίο αυτό «Εγώ ειμί η Άμπελος». Στ’ άμφια τα λευκά συμβολίζεται η Ζωή. Η Αιώνια Ζωή.

Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, είχα χαθεί με ένα Fiat 500ράκι στους απέραντους αμπελώνες της Λομβαρδίας. Ήταν καταχείμωνο. Δεν ήξερα που πήγαινα, δεν είχα προορισμό. Δεν είχε σημασία. Ακόμα θυμάμαι ένα τοπικό Brunello, σε μία μικρή τρατορία χαμένη κάπου στο Pordenone. Το συνόδευσα με κυνήγι, σιγοβρασμένο με δαμάσκηνα.  

Και με τη μηχανή έχω ταξιδέψει παντού στη Δυτική Ελλάδα, στα αμπελοτόπια της Νάουσας, της Γουμένισσας, του Αμύνταιου. Γεύτηκα αυτό το μοναδικό ξινόμαυρο. Την πιο ελληνική - μα και πιο αυθάδικη απ’όλες τις ελληνικές - ποικιλία.       

Έχουμε ΕΚ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΑ κρασιά στην Ελλάδα. Τολμώ να προβλέψω ότι η επόμενη γενιά θα βγάζει τα ΚΑΛΥΤΕΡΑ στον κόσμο. Στο ξινόμαυρο δεν συζητιέται. Ήδη οι ετικέτες που έχουμε είναι ασυναγώνιστες. Στην Σαντορίνη, επίσης, η πρόοδος είναι αλματώδης. Το ασύρτικο, το αθήρι, το μεϊδάνι και ιδίως αυτό το Vinsanto είναι αριστουργήματα. (Δυο – τρεις φορές το χειμώνα τo φτιάχνω με κόκορα κοκκινιστό και σάλτσα από αποξεραμένα σύκα και σταφίδες. Δεν ξέρεις τι πίνεις και τι τρως).  

Θαυματουργά είναι και τα γλυκά μας κρασιά. Μάλλον θα το ξέρετε ότι ο άκρατος οίνος στον Άγιο Πέτρο είναι αποκλειστικά από σαμιώτικα μετόχια του Βατικανού. Και η ποικιλία συνεχίζει ατελείωτη και πανάρχαια. Λημνιό ήπιαν οι Αργοναύτες και είπαν ''Δεν πάω σπίτι μου απόψε... ''. Σαββατιανό και μοσχάτο σέρβιραν στον Κήπο του Επίκουρου. Και όλη η κάβα απ’ την κεφαλονίτικη Ρομπόλα ήταν ρεζερβέ για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες.

Δεν είναι τυχαίο. Ο θεός Διόνυσος δικός μας ήταν. Όλοι οι άλλοι είναι φτιαγμένοι από νερό και χώμα. Εμείς, εδώ, φτιαχτήκαμε από τις στάχτες του. Κι από κρασί.

Διαβαστε ακομα:

ΤΑ ΖΩΑ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ...