ΕΠΕΙΔΗ ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΤΟΥΣ
Έχω πολύ ψηλά τον Παπαγιώργη. Γνωριστήκαμε γύρω στο ’90, όταν εγώ σκόρπαγα ακόμα τις νύχτες μου κι αυτός είχε τραβήξει χειρόφρενο στη δική του ασωτεία για λόγους υγείας. Παρόλα αυτά, πήγαμε οι δυο μας ζευγαρωμένοι στο υπόγειο Μαρακές της οδού Αμερικής που οι τραγουδιάρες βγαίναν στην πίστα με καπελαδούρες του Άσκοτ.
Δεν τον ήξερα, ούτε καν τον είχα ακουστά΄ έτσι κι αλλιώς κανέναν δεν ήξερα τότε εκτός από τα σκυλιά της νύχτας. Την κοινή έξοδο είχαν κανονίσει τα κορίτσια. Οι σερβιτόροι στο Μαρακές μού είχαν κρατήσει «κάβα» μισό μπουκάλι ουίσκι από την προηγούμενη φορά που ήμουν εκεί και αρχίσαμε με αυτό. Το είδε και χαμογέλασε.
- Κι εγώ τίποτα μου φαίνεται.
Δεν μπορούσε πια να πιεί. Ήρθαν κι άλλα μπουκάλια κι ο Κωστής δεν έβαλε σταγόνα στο στόμα του. Διασκέδαζε με το ποτήρι γεμάτο μπροστά του χωρίς να πίνει, του το ‘χαν κόψει μαχαίρι οι γιατροί. Θαύμασα την πειθαρχία του. Μετά συνδέθηκε με τη Ράνια, τον φύλακα άγγελό του, κι όλα του πήγαν καλύτερα.
Βρεθήκαμε ακόμα κάνα δυο φορές για φαγητό μαζί με άλλους. Δεν κάναμε παρέα, αλλού εγώ, αλλού αυτός. Πιο συχνά μιλάγαμε στο τηλέφωνο. Μου έλεγε καμιά φορά τα νέα του και του έλεγε τα δικά μου, ο κοινός μας φίλος, μακαρίτης κι αυτός, σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος.
'' Αυτό ναι, όποτε θέλεις''.
Τελικά δεν έπιασε το ’21 συνολικά. Κρίμα γιατί θα είχαμε μια νέα και σπουδαία οπτική στα γεγονότα και το νόημά τους. Περιορίστηκε στα επιμέρους, με τα γνωστά εξαιρετικά βιβλία του για τα Καπάκια, τον Δεληγιάννη, κλπ. Και φυσικά, δεν γλίτωσε από τη μικροπρέπεια κάποιων ιστορικών, επειδή μπήκε στα χωράφια τους. Αυτοί οι σοφολογιότατοι δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν ότι όσο κι αν κουκουλώσουν ή διαστρεβλώσουν τα γεγονότα, αρκεί μια καθαρή ματιά να τους ξεβρακώσει.
Ήμασταν εξ αποστάσεως γενναιόδωροι ο ένας στον άλλον. Εκείνος πάντα έγραφε τα καλύτερα για τα βιβλία μου κι εγώ, εκτός των άλλων, δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω αγοράσει το σύνολο των δικών του για να τα χαρίσω. Ποτέ ένα μόνο του, τα έπαιρνα όλα για να μυήσω αυτούς που συμπαθούσα στο παπαγιωργικό σύμπαν.
Θυμάμαι την τελευταία φορά που με πήρε τηλέφωνο.
- Ρε συ, έχω ένα μεγάλο ψάρι και μια παρέα φίλων που όλο με ρωτάνε για σένα και θέλουν να σε γνωρίσουν. Έρχεσαι το βράδυ να το φάμε;
''Όσο μπορώ''.
Πού να ‘ξερα να πάω να τον δω άλλη μια φορά. Τι να λέμε, αξιωθήκαμε έναν διανοητή απλησίαστο με αφαλκίδευτη λαϊκότητα.
Διαβαστε ακομα: