ΑΝ ΠΕΡΑΣΕΤΕ ΠΟΤΕ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ...
Από τον Φωστήρα
Όποτε πηγαίνω Ναύπλιο, στο δρόμο της επιστροφής γυρίζω από την παλιά Εθνική Οδό. Μα με ήλιο, μα με βροχή, πιάνω τα μονοπάτια της Ιστορίας μετά τον αργίτικο κάμπο, που ξεκινάνε οι ανηφορικές στροφές για τα Δερβενάκια. Έχει μια παράκαμψη εκεί η δημοσιά, λίγα μέτρα πριν τη διασταύρωση με μια σκουριασμένη και ξεχασμένη από χρόνια γραμμή του τρένου και μια παλιά μπλε πινακίδα δείχνει τη στροφή, που βγάζει στα δύο χιλιόμετρα ανήφορο σ’ ένα ξέφωτο, με πλάτη τις κλεισούρες στα κοντοβούνια της Νεμέας και θέα την πεδιάδα της Κορίνθου. Εκεί στέκει το άγαλμα του Γέρου, να μετράει αγέρωχα στην αιωνιότητα, μ’ εκείνο το γερακίσιο του βλέμμα, το χρόνο που σταμάτησε στα μέρη αυτά, όταν τσάκισε την στρατιά του Δράμαλη.
Η καταστροφή του τουρκικού στρατού, το καλοκαίρι του 1822, κατατάσσεται μέσα στις πέντε μεγαλύτερες στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Κι όχι τόσο για το επιτελικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη και την στρατηγική προετοιμασία και επιλογή του χώρου και του χρόνου της μάχης, αλλά ιδίως για το ότι το προηγούμενο βράδυ της τελικής αναμέτρησης ο Πετρόμπεης και οι 4.000 εμπειροπόλεμοι Μανιάτες του αποχώρησαν από το ελληνικό στρατόπεδο. Πίσω μείνανε κάτι τρελοί, κάπου 2.500 όλοι κι όλοι, μαζί με τους Γιατρακαίους, τα μόνα μανιάτικα τουφέκια που ακούστηκαν στο μακελειό που έμελλε ν’ ακολουθήσει.
Γιατί έφυγαν οι Μανιάτες από το ελληνικό στρατόπεδο το βράδυ πριν την μάχη; Μήπως κατάλαβαν ότι η νίκη είναι σίγουρη και δεν ήθελαν να πιστωθεί στο Γέρο, που τον λόγιζαν για «κάπο» τους και μόνο; Αυτόν που ο γιός του Πετρόμπεη, ο Κυριακούλης γκρέμισε από την σκάλα, όταν πήγε να γυρέψει την μοιρασιά του στα λάφυρα μετά την Άλωση της Τριπολιτσάς; Και που βρήκαν τα κότσια οι αποδέλοιποι να μείνουν στα ταμπούρια τους μέχρι το ξημέρωμα;
Έπη και τραγωδίες, δόξα και προδοσίες, λάμψη και σκιές, αίμα και χώμα ανάκατα τα χρόνια εκείνα, όταν ο ραγιάς έσπασε τις αλυσίδες του και το Γένος στήθηκε ξανά στα πόδια του. Πως έγινε μπορετό όλο αυτό; Πως άρχισε; Πως έφτασε στο τέλος του;
Εδώ και χρόνια μαζεύω τα παλιά λιθόγραφα των Ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης, αυτά που κάποτε ήταν κρεμασμένα στους τοίχους των σχολιών που μεγαλώσαμε. Κιτρινισμένα πια και μισολιωμένα από το χρόνο. Κι είναι κάποια βράδια που μιλάω μαζί τους, μιας κι έχουνε τη ψυχή και την καρδιά βασταγερή, να πάλλεται ακόμα. Ο Κανάρης, ο Ανδρούτσος, ο Μπότσαρης, ο Καραϊσκάκης, ο Τσαμαδός, ο Διάκος, ο Τζαβέλας…
Μα είναι και δύο που πάντα σταματώ. Ο ένας είναι το σπαθί του Αγώνα, ο Νικηταράς. Μέσα και πρώτος σε ΟΛΕΣ τις μάχες που γράψαν τα βιβλία. Μα σε όλες. ΜΟΝΟΣ του χάλασε πάνω από 1.000 Τούρκους κείνη τη μέρα του χαμού. Κι ο άλλος είναι ο Γέρος. Δίχως αυτόν, τίποτα δε θα΄ ταν μπορετό. Τίποτε δε θα χε γίνει. Αυτός τους ψύχωσε. Αυτός τους είπε: «Έλληνες, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για τη σωτηρία της πατρίδας μας».
Αν περάσετε ποτέ από τα Δερβενάκια, σταθείτε να ξαποστάσετε στη σκιά Του. Κι ακούστε τι έχει να σας πει. Τα λόγια του αντηχούν ακόμα. Στην αιωνιότητα...
(Στη φώτο, ο έφιππος ανδριάντας του Γέρου στο χωριό της γενέτειρας του, το Ραμοβούνι Μεσσηνίας. Με το δεξί χέρι κρατάει το γιαταγάνι και το αριστερό το λάβαρο της Επανάστασης. Τα αποκαλυπτήρια του γλυπτού έγιναν Νοέμβριο του 2017 σε τελετή με την παρουσία του προέδρου της δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια).
Διαβαστε ακομα: