ΣΤΑ ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ ΑΝ ΑΠΟΘΑΝΕΙΣ ΑΜΑΤΩΤΟΣ, ΑΣΚΟΤΩΤΟΣ
Στα Μανιάτικα επικρατεί μια απατηλή ηρεμία που δεν συναντάς σε καμία άλλη συνοικία του Πειραιά, που οι άνθρωποι μιλάνε δυνατά, γελάνε, κάνουν παρέα, τσακώνονται, τα ξαναφτιάχνουν και πάλι φίλοι είναι.
Στα Μανιάτικα δεν έχει γέλια, τραγούδια και ελαφρότητες, όλοι είναι σκυθρωποί και τσιτωμένοι και η κάθε ήσυχη ημέρα που περνάει μοιάζει εύθραυστη εκεχειρία σε εμπόλεμη ζώνη. Αγέλαστοι άνθρωποι, αυστηροί, χωρίς φόβο και έλεος, πέτρινοι σαν τον φοβερό βραχότοπο που εγκατέλειψαν για να βρεθούν στριμωγμένοι σε ένα καμαράκι με τσίγκια η πισσόχαρτα στη σκεπή, σε μια αυλή με άλλες δυο τρεις οικογένειες. Σα να μην έφτανε που έφεραν τις παλιές έχθρητες από την Μάνη.
Κάθε μανιάτικη οικογένεια έχει έναν ανοιχτό τάφο που δεν λέει να γεμίσει, σε καμιά εκκλησία στον Πειραιά δεν γίνονται τόσες κηδείες και τόσα μνημόσυνα σαν την Παναγία την Οδηγήτρια. Μετά από αιώνες πολέμων και σφαγών δεν έχουν καταλαγιάσει τα αίματα να μπουν σε ειρήνη με τον υπόλοιπο κόσμο και μεταξύ τους, και αν οι υπόλοιποι άνθρωποι εύχονται έναν γαλήνιο, ήσυχο θάνατο στα γεράματα, για τους Μανιάτες θεωρείται σχεδόν ταπεινωτικός: «Αν αποθάνει και κανείς ασκότωτος – τον κλαίσι – ασκότωτον, αμάτωτον, αδίκιωτον – τον λέσι».
Το αίμα ζητάει αίμα.
Διαβαστε ακομα: