... ΣΤΑ ΒΥΖΙΑ ΠΟΥ ΒΥΖΑΞΕΣ, ΓΙΕ ΜΟΥ. ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ ΜΠΗΓΩ

 

Γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη, το 1936. Στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου. Αιφνιδιαστικά οι χωροφυλάκοι αρχίζουν να πυροβολούν. Δώδεκα νεκροί και κοντά 300 τραυματίες. Την επόμενη μέρα η εφημερίδα του ΚΚΕ, ο Ριζοσπάστης προβάλλει πρωτοσέλιδα το γεγονός, με τη φωτογραφία της μάνας που οδύρεται με αστείρευτα δάκρυα πάνω από το νεκρό παιδί της, στην άσφαλτο (φώτο).

Ο κομουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος βλέπει τη φωτογραφία στο Ριζοσπάστη, την σπαρακτική μάνα και το σκοτωμένο νέο από τα πυρά των μπάτσων, εικόνα που παραπέμπει σε τραγωδία του Αισχύλου, και απομονώνεται στη σοφίτα του, οδό Μεθώνης 30, και γράφει τον Επιτάφιο. Ο ίδιος είπε «Δύο μερόνυχτα έγραφα, χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, την τρίτη μέρα, δεν άντεξα…».

Ο ίδιος ο ποιητής προλογίζει το ποίημά του: Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καί πάνω της, βουΐζουν καί σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.

Ο Ρίτσος στέλνει τον Επιτάφιο στον Μίκη Θεοδωράκη, στο Παρίσι όπου βρισκότανο συνθέτης. Στην αφιέρωση αναφέρει “το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά το 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός”.

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης το μελοποιεί και το 1960 μπαίνει στο στούντιο, στην Αθήνα. Μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Μίκη Θεοδωράκη, στέκεται και ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος ανέλαβε να το ενορχηστρώσει και να διευθύνει την ορχήστρα. Επέλεξε να το ερμηνεύσει η Νάνα Μούσχουρη.
Σύμφωνα με τον Θεοδωράκη η εκτέλεση του τραγουδιού από Χατζηδάκη-Μούσχουρη είναι ''λυρική, επιθαλάμια''. Α[εναντίας, η δική του, με Μπιθικώτση είναι λαϊκή, ''για τις αγορές και τα σοκάκια''. Μπιθικώτσης και οπωσδήποτε το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη στο τραγούδι με λόγο ποιητικό προκάλεσε αντιδράσεις... μαχητικές στην Ελλάδα αρχές της δεκαετίας '60.

Σα σήμερα 12 Μαίου, το 1936, με τίτλο ''Μοιρολόι'' ο Ριζοσπάστης εκδίδει το ποίημα ''Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου...'' σε 10.000 χιλιάδες, τεράστιο νούμερο για την εποχή. Η έκδοση σχεδόν εξαντλήθηκε, εκτός από 250 αντίτυπα περίπου που τα έκαψε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός η δικτατορία Μεταξά, όταν έσκασε μύτη μετά από τρεις μήνες. Το 1956 εκδόθηκε η οριστική μορφή του ποιήματος, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 ποιήματα του Επιταφίου.

 

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ του ποιήματος του Ρίτσου που μελοποίησε ο θεός της μεταπολεμικής Ελλάδος:

Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ` το τσίνορό μου,
τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μου φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ΄ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιέ μου μπήγω

Διαβαστε ακομα:

ΜΕ ΤΡΕΙΣ ΧΟΡΔΕΣ ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΒΓΑΖΕΙ ΤΗ ΓΝΗΣΙΑ ΜΑΓΚΙΑ