ΜΙΛΑΜΕ ΤΩΡΑ ΟΤΙ ΤΟ 1821 ΠΕΦΤΑΝΕ ΚΕΦΑΛΙΑ..
Ο Μαρκ Μαζάουερ, Βρετανός ιστορικός και καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια έγραψε στα 200χρονα της Επανάστασης: «Οι Έλληνες δεν απελευθερώθηκαν εξαιτίας της ναυμαχίας. Κέρδισαν επειδή άντεξαν». Ο Ρόντρικ Μπίτον, Άγγλος καθηγητής στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου, έγραψε ότι «η Ελλάδα θα ελευθερωνόταν, τουλάχιστον η Πελοπόννησος και χωρίς το Ναβαρίνο». Η δική μας ιστορική αντίληψη επί του θέματος περιορίζεται στην ταινία «Παπαφλέσσας»
Την εποποιία του πολέμου που κράτησε 3,5 ολόκληρα χρόνια, από την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, τον Φεβρουάριο του ’25, μέχρι την ταπεινωτική του αποχώρηση, το καλοκαίρι του ΄28, δέκα ολόκληρους μήνες ΜΕΤΑ το Ναβαρίνο δεν την έχουμε διαβάσει. Εμείς οι ίδιοι, αυτοί που την έγραψαν. Και η αλήθεια είναι ότι ο Ιμπραήμ τον πόλεμο τον ΕΧΑΣΕ από εμάς, όχι από τους ξένους.
Κατάλαβε με τι τρελούς είχε μπλέξει από την αρχή. Όταν ένας παπάς με λιγότερα από 500 τουφέκια στάθηκε απέναντι του σ’ ένα χαμηλό ύψωμα στο Μανιάκι τον Μάιο του 25 και κράτησε στα τρία ταμπούρια του για οχτώ (!) ώρες την σημαία με το μπλε σταυρό ν’ ανεμίζει. Οχτώ ώρες αδερφέ.
Λίγες μέρες μετά, τον Ιούνιο του ΄25 στο δρόμο του για τ’ Ανάπλι πήγε να περάσει τα βαλτοτόπια των Μύλων, εκεί που τον περίμενε ο Δημήτρης Υψηλάντης κι εκειός ο ανοικονόμητος πολεμισταράς, ο τρελο-Μακρυγιάννης, στην πιο μεγάλη του ώρα. Και τον τσακίσανε. Στο Ναύπλιο ο Ιμπραήμ δεν πάτησε το πόδι του ΠΟΤΕ.
Στη Μάνη μέτρησε τρεις νίλες. Για αρχή στον Αρμυρό. Στα ριζά του Ταϋγέτου, εκεί που το βουνό κατεβαίνει στον μεσσηνιακό κόλπο, οι Μανιάτες στήσανε έναν ξερότοιχο. Λόγω του σχήματος το είπαν «Βέργα». Και τον Ιούνιο του ΄26, στη Βέργα τ’ Αρμυρού, «που όσα με βρούσι τα μπορού» κράτησαν τρεις μέρες στ’ απανωτά του γιουρούσια. (Τα ταμπούρια τους στέκουν ακόμα. Έχει κι ένα μνήμα κάπου χαμένο στον παραλιακό δρόμο. Αν περάσετε ποτέ, σταθείτε, ανάψτε ένα κερί).
Στέλνει τα καράβια του στο Διρό να τους πάρει φαλάγγι. Εκεί τον περίμεναν οι Μανιάτισες με τα δρεπάνια τους να του πουν κι αυτές δύο λογάκια. Σφαγή.
Μα ούτε το Μεσολόγγι δεν μπόρεσε να πάρει μόνος του ο «Ναπολέων της Ανατολής». Τον Δεκέμβριο του 25 αντικατέστησε τον Κιουταχή που το πάλευε από τον περασμένο Απρίλιο, πετάγοντας του: «αυτόν τον φράχτη δεν μπορείς να ρίξεις;». Μέχρι που τρεις μήνες μετά, ταπεινωμένος, κατάπιε την προσβολή και του ζήτησε βοήθεια να μη γίνει ρεζίλι στον Σουλτάνο.
Τα υπόλοιπα τα είχε αναλάβει ο Γέρος παρέα με τον άλλο τον χοντροκαρυδάτο, τον Νικηταρά. Επικηρυγμένοι ζωντανοί ή νεκροί, αλώνιζαν τον Μοριά 3,5 χρόνια μ’ αμολημένους ξοπίσω τους όλους τους μισθοφόρους κεφαλοκυνηγούς Αλβανίας, Τουρκίας, Αιγύπτου (αλλά και Ελλάδας, δυστυχώς) και δεύτερο βράδυ δεν κοιμήθηκαν στο ίδιο κονάκι. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους. Δίχως έλεος. Αυτό δεν ήταν του Ιμπραήμ. Ήταν του Κολοκοτρώνη. Πιότερο τους τρέμανε οι δικοί μας παρά οι «αραπάδες». Μιλάμε τώρα ότι πέφτανε κεφάλια.
Όσο για το Αιγαίο, τα υδραίικα και τα σπετσιώτικα πυρπολικά δεν σταμάτησαν μέρα να πλέουν ελεύθερα με την ελληνική σημαία ανεβασμένη στον ιστό.
ΕΞΗΝΤΑ χιλιάδες νεκρούς άφησε πίσω του ο Ιμπραήμ προτού γυρίσει ταπεινωμένος στην Αίγυπτο, το καλοκαίρι του ’28. Εξήντα χιλιάδες, αδερφέ. Οπότε;
Η τελευταία μάχη του Αγώνα δόθηκε στην Πέτρα, δερβένι ανάμεσα σε Θήβα και Λιβαδιά, τον Σεπτέμβριο του 1829, εκεί που ο Δημήτριος Υψηλάντης με το Διοβουνιώτη και τον Κριεζώτη τσάκισαν τον τουρκαλβανό Ασλάν μπέη, που πήγε να περάσει με 7.000 στρατό και 500ιους καβαλαραίους. Οπότε;
Τον Φεβρουάριο του 1830, 2,5 χρόνια μετά το Ναβαρίνο, αναγνωρίζεται η σύσταση ελληνικού κράτους με την συνθήκη του Λονδίνου. Οπότε;
Διαβαστε ακομα: